- κατέστρωσε
- κατά , εἰσ-τιτρώσκωwoundaor ind act 3rd sg (homeric ionic)κατά-στόρεννυμιaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… … Dictionary of Greek
ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… … Dictionary of Greek
κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Βάλβος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λεύκιος Κορνήλιος ο Γαδιτανός (Lucius Cornelius Balbus, Γάδειρα 1ος αι. π.Χ.). Στενός φίλος του Καίσαρα και του Πομπήιου. Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, έκανε κάθε προσπάθεια για να τους συμφιλιώσει. Μετά τον θάνατο … Dictionary of Greek
Γκότβαλντ, Κλέμεντ — (Clement Gottwald, Ντεντίτσε 1896 – Πράγα 1953).Τσέχος πολιτικός. Υπήρξε από τους ιδρυτές του Τσεχοσλοβακικού Κομουνιστικού Κόμματος (1921), αρχισυντάκτης του επίσημου οργάνου του κόμματος Πράβντα, που έβγαινε στην Οστράβα (1924), μέλος της… … Dictionary of Greek
Ευμορφόπουλος, Διονύσιος — (Ιθάκη 1780 – Πάτρα 1861). Αγωνιστής του 1821. Ακολούθησε τον πατέρα του και έγινε ναυτικός. Όταν βρισκόταν στο Γαλάτσι της Ρουμανίας, τον χειμώνα του 1818 19, μυήθηκε από τους Αναγνωστόπουλο και Σκουφά στη Φιλική Εταιρεία. Παραχώρησε τότε το… … Dictionary of Greek
Καπέλο, Μπιάνκα — (Bianca Cappello ή Capello, 1548 – 1587). Μεγάλη δούκισσα της Τοσκάνης, που καταγόταν από τη βενετική οικογένεια Γκριμάνι Καπέλο. Ήταν πνευματώδης και γοητευτική, έζησε περιπετειώδη ζωή και κατέστρωσε πολλές ραδιουργίες. Σε πολύ νεαρή ηλικία… … Dictionary of Greek